- ραπτικός
- -ή, -ό / ῥαπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραφτικός, -ή, -ό, Ν [ῥάπτης / ράφτης]το θηλ. ως ουσ. η ραπτική και ραφτική / ῥαπτικήη τέχνη τού ράπτη, η τέχνη τής κατασκευής ενδυμάτων και λινοσκευήςνεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ραπτικά και ραφτικάτα έξοδα για το ράψιμο ενδύματος ή λινοσκευής2. φρ. «ραπτικός μυς» — επιμήκης επιφανειακός μυς τού πρόσθιου μέρους τού μηρού.
Dictionary of Greek. 2013.